Μέλπω Αξιώτη
Η Μέλπω Αξιώτη ήταν Ελληνίδα λογοτέχνιδα. Γεννήθηκε στις 15 Ιουλίου 1905. Ήταν κόρη του μουσικοσυνθέτη Γεωργίου Αξιώτη και της αριστοκράτισσας Καλλιόπης Βάβαρη. Εγκαταστάθηκε από τη βρεφική της ηλικία στη Μύκονο, ιδιαίτερη πατρίδα του πατέρα της, όπου παρέμεινε ως τα νεανικά της χρόνια. Μορφώθηκε στη Σχολή Ουρσουλινών της Τήνου (1918-1922). Το 1925 έκανε τον πρώτο της γάμο, με το θεολόγο καθηγητή της Βασίλη Μάρκαρη. Χώρισαν το 1929 και ένα χρόνο μετά η Αξιώτη εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως ράπτρια (σε δικό της οίκο) έχοντας παρακολουθήσει τη Σιβιτανίδειο Σχολή. Από πολύ νέα εντάχθηκε στο ΚΚΕ (το 1936) και στο ΕΑΜ, λαμβάνοντας μέρος στην Εθνική Αντίσταση της κατοχής ως μια πολύ δραστήρια αγωνίστρια. Στη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ελλάδα και έζησε αυτοεξόριστη στην Γαλλία, την Ιταλία, την Σοβιετική Ένωση, την Πολωνία και την πρώην Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, όπου ήρθε σε επαφή με διάσημους συγγραφείς, όπως ο Λουί Αραγκόν, ο Πάμπλο Νερούδα και ο Ναζίμ Χικμέτ. Δίδαξε Νεοελληνική Λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο του Ανατολικού Βερολίνου της Γερμανίας το 1958.
Η πρώτη της εμφάνιση στα γράμματα έγινε με τη δημοσίευση του διηγήματός της «Απ’ τα χτες ως τα σήμερα» στο περιοδικό Μυκονιάτικα Χρονικά (1933). Πέντε χρόνια μετά κυκλοφόρησε και το πρώτο της μυθιστόρημα, τις Δύσκολες νύχτες. Παράλληλα έγραψε, εκτός από πεζογραφήματα και ποιήματα, μελέτες και έκανε πολλές μεταφράσεις. Υπήρξε πολύ πρωτοποριακή ως συγγραφέας και ήταν μία από τις πιο αξιόλογες μορφές της γυναικείας μεταπολεμικής ποίησης.
Με απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης επέστρεψε στην Ελλάδα το 1964 και τα τελευταία χρόνια υπέφερε από προϊούσα αμνησία και σωματική καχεξία. Πέθανε σε ηλικία 68 ετών το Μάιο του 1973 σε οίκο ευγηρίας. Κηδεύτηκε στο Νεκροταφείο Ζωγράφου.
Η Μέλπω Αξιώτη ήταν Ελληνίδα λογοτέχνιδα. Γεννήθηκε στις 15 Ιουλίου 1905. Ήταν κόρη του μουσικοσυνθέτη Γεωργίου Αξιώτη και της αριστοκράτισσας Καλλιόπης Βάβαρη. Εγκαταστάθηκε από τη βρεφική της ηλικία στη Μύκονο, ιδιαίτερη πατρίδα του πατέρα της, όπου παρέμεινε ως τα νεανικά της χρόνια. Μορφώθηκε στη Σχολή Ουρσουλινών της Τήνου (1918-1922). Το 1925 έκανε τον πρώτο της γάμο, με το θεολόγο καθηγητή της Βασίλη Μάρκαρη. Χώρισαν το 1929 και ένα χρόνο μετά η Αξιώτη εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως ράπτρια (σε δικό της οίκο) έχοντας παρακολουθήσει τη Σιβιτανίδειο Σχολή. Από πολύ νέα εντάχθηκε στο ΚΚΕ (το 1936) και στο ΕΑΜ, λαμβάνοντας μέρος στην Εθνική Αντίσταση της κατοχής ως μια πολύ δραστήρια αγωνίστρια. Στη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ελλάδα και έζησε αυτοεξόριστη στην Γαλλία, την Ιταλία, την Σοβιετική Ένωση, την Πολωνία και την πρώην Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, όπου ήρθε σε επαφή με διάσημους συγγραφείς, όπως ο Λουί Αραγκόν, ο Πάμπλο Νερούδα και ο Ναζίμ Χικμέτ. Δίδαξε Νεοελληνική Λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο του Ανατολικού Βερολίνου της Γερμανίας το 1958.
Η πρώτη της εμφάνιση στα γράμματα έγινε με τη δημοσίευση του διηγήματός της «Απ’ τα χτες ως τα σήμερα» στο περιοδικό Μυκονιάτικα Χρονικά (1933). Πέντε χρόνια μετά κυκλοφόρησε και το πρώτο της μυθιστόρημα, τις Δύσκολες νύχτες. Παράλληλα έγραψε, εκτός από πεζογραφήματα και ποιήματα, μελέτες και έκανε πολλές μεταφράσεις. Υπήρξε πολύ πρωτοποριακή ως συγγραφέας και ήταν μία από τις πιο αξιόλογες μορφές της γυναικείας μεταπολεμικής ποίησης.
Με απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης επέστρεψε στην Ελλάδα το 1964 και τα τελευταία χρόνια υπέφερε από προϊούσα αμνησία και σωματική καχεξία. Πέθανε σε ηλικία 68 ετών το Μάιο του 1973 σε οίκο ευγηρίας. Κηδεύτηκε στο Νεκροταφείο Ζωγράφου.