Νικηφόρος Βρεττάκος
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής και δοκιμιογράφος. Θεωρείται ένας από του μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές. Έχει προταθεί τετράκις για το Βραβείο Νόμπελ, ενώ επίσης έχει λάβει άλλα πολλά βραβεία, όπως το βραβείο Ουράνη, το Πρώτο βραβείο κρατικής ποίησης κ.α.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος στην 1 Ιανουαρίου 1912, στο χωριό Κροκεές, της Λακωνίας. Ήταν ο δευτερότοκος υιός του Κωνσταντίνου Βρεττάκου και της Ευγενίας, το γένος Παντελάκη. Τα μαθητικά και εφηβικά του χρόνια τα πέρασε στη γενέτειρά του, Κροκεές, στη Πλουμίτσα και στο Γύθειο. Το 1929, κατευθύνθηκε προς την Αθήνα, με σκοπό να ξεκινήσει τις πανεπιστημιακές του σπουδές -μάταια λόγω οικονομικών δυσχερειών. Έτσι, λοιπόν, προσλήφθηκε ως υπάλληλος αρχικά σε εταιρεία υδραυλικών έργων αποξήρανσης και στη συνέχεια, μέχρι το 1932, έκανε διάφορες περιστασιακές κυρίως, χειρωνακτικές εργασίες. Το 1932 κατατάχθηκε στο στρατό στην Τρίπολη. Υπηρέτησε όμως για τέσσερις μήνες, καθώς ήταν προστάτης πολυμελούς οικογένειας. Ακολούθως, το 1934, στον Πειραιά, εργάστηκε ως γραφέας στις γενικές αποθήκες στρατού.
Μετά την κήρυξη του Ελληνοιταλικού Πολέμου, το 1940, αμέσως, στρατεύτηκε στην πρώτη γραμμή και κινδύνεψε να σκοτωθεί στο ύψωμα της Κλεισούρας.
Μετά το πραξικόπημα τις 21 Απριλίου 1967, ο Βρεττάκος αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία από όπου ταξίδεψε σε όλη την Ευρώπη: Βουκουρέστι, Βενετία, Δαλματικές ακτές, Ζάγκρεμπ, Ρώμη, Παρίσι, Μπέρμιγχαμ, Λονδίνο, Παλέρμο, Μόναχο. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ευρώπη συμμετείχε σε ραδιοφωνικές εκπομπές και σε φεστιβάλ ποίησης. Επίσης, τιμήθηκε από ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και επεξεργάστηκε το αυτοβιογραφικό κείμενο «Οδύνη», το οποίο εκδόθηκε στη Νέα Υόρκη, το 1969.
Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1974 και εγκαταστάθηκε, από εκεί και πέρα, μόνιμα στην Αθήνα. Τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών, με το βραβείο Ουράνη και δώδεκα χρόνια αργότερα, ανακηρύχθηκε μέλος της (26 Φεβρουαρίου 1986). Επίσης αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1991 επισκέφθηκε την Πλουμίτσα, με την οικογένειά του. Εκεί έμελε να αφήσει και την τελευταία του πνοή. Πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 4 Αυγούστου 1991 και κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, δημόσια δαπάνη.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής και δοκιμιογράφος. Θεωρείται ένας από του μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές. Έχει προταθεί τετράκις για το Βραβείο Νόμπελ, ενώ επίσης έχει λάβει άλλα πολλά βραβεία, όπως το βραβείο Ουράνη, το Πρώτο βραβείο κρατικής ποίησης κ.α.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος στην 1 Ιανουαρίου 1912, στο χωριό Κροκεές, της Λακωνίας. Ήταν ο δευτερότοκος υιός του Κωνσταντίνου Βρεττάκου και της Ευγενίας, το γένος Παντελάκη. Τα μαθητικά και εφηβικά του χρόνια τα πέρασε στη γενέτειρά του, Κροκεές, στη Πλουμίτσα και στο Γύθειο. Το 1929, κατευθύνθηκε προς την Αθήνα, με σκοπό να ξεκινήσει τις πανεπιστημιακές του σπουδές -μάταια λόγω οικονομικών δυσχερειών. Έτσι, λοιπόν, προσλήφθηκε ως υπάλληλος αρχικά σε εταιρεία υδραυλικών έργων αποξήρανσης και στη συνέχεια, μέχρι το 1932, έκανε διάφορες περιστασιακές κυρίως, χειρωνακτικές εργασίες. Το 1932 κατατάχθηκε στο στρατό στην Τρίπολη. Υπηρέτησε όμως για τέσσερις μήνες, καθώς ήταν προστάτης πολυμελούς οικογένειας. Ακολούθως, το 1934, στον Πειραιά, εργάστηκε ως γραφέας στις γενικές αποθήκες στρατού.
Μετά την κήρυξη του Ελληνοιταλικού Πολέμου, το 1940, αμέσως, στρατεύτηκε στην πρώτη γραμμή και κινδύνεψε να σκοτωθεί στο ύψωμα της Κλεισούρας.
Μετά το πραξικόπημα τις 21 Απριλίου 1967, ο Βρεττάκος αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία από όπου ταξίδεψε σε όλη την Ευρώπη: Βουκουρέστι, Βενετία, Δαλματικές ακτές, Ζάγκρεμπ, Ρώμη, Παρίσι, Μπέρμιγχαμ, Λονδίνο, Παλέρμο, Μόναχο. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ευρώπη συμμετείχε σε ραδιοφωνικές εκπομπές και σε φεστιβάλ ποίησης. Επίσης, τιμήθηκε από ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και επεξεργάστηκε το αυτοβιογραφικό κείμενο «Οδύνη», το οποίο εκδόθηκε στη Νέα Υόρκη, το 1969.
Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1974 και εγκαταστάθηκε, από εκεί και πέρα, μόνιμα στην Αθήνα. Τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών, με το βραβείο Ουράνη και δώδεκα χρόνια αργότερα, ανακηρύχθηκε μέλος της (26 Φεβρουαρίου 1986). Επίσης αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1991 επισκέφθηκε την Πλουμίτσα, με την οικογένειά του. Εκεί έμελε να αφήσει και την τελευταία του πνοή. Πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 4 Αυγούστου 1991 και κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, δημόσια δαπάνη.