Κωνσταντίνος Χρηστομάνος
Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος υπήρξε λογοτέχνης, καθηγητής Πανεπιστημίου, μεταφραστής και θεατρικός σκηνοθέτης, μεγάλος ανανεωτής του ελληνικού θεάτρου. Γεννήθηκε το 1867 στην Αθήνα, γιος του πανεπιστημιακού Αθανάσιου Χρηστομάνου. Εξαιτίας ενός ατυχήματος που είχε σε παιδική ηλικία έπασχε από κύφωση, ασθένεια που επηρέασε καθοριστικά την ψυχοσύνθεσή του. Φοίτησε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, διέκοψε όμως τις σπουδές του το 1887 και έφυγε για σπουδές Φιλολογίας στη Βιέννη. Το 1891 αναγορεύτηκε διδάκτωρ στο πανεπιστήμιο του Ίνσμπρουκ και διορίστηκε δάσκαλος ελληνικών και συνοδός της αυτοκράτειρας της Αυστρίας Ελισσάβετ (ως το 1893 συνεχίζοντας παράλληλα τις μελέτες του). Το καλοκαίρι του 1892 ασπάστηκε το καθολικό δόγμα κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής του στη βιβλιοθήκη του Βατικανού και ακολούθησαν πέντε μήνες μοναστικής ζωής στο Μόντε Κασσίνο. Από το 1895 ως το 1899 παρέμεινε στη Βιέννη, όπου πραγματοποίησε πανεπιστημιακή καριέρα, αρχικά ως λέκτορας της ελληνικής γλώσσας και στη συνέχεια ως καθηγητής στο Ινστιτούτο Ανατολικών Γλωσσών. Έφυγε από τη Βιέννη έχοντας αποκτήσει τον τίτλο του Βαρώνου-Ιππότη του τάγματος του Αγίου Ιωσήφ και δημοσίευσε δύο έργα στα γερμανικά: την ποιητική συλλογή Orphische Lieder και το δράμα Die graue Frau (;erga επηρεασμένα από το ρεύμα του συμβολισμού). Λόγος της αναχώρησής του από τη Βιέννη σε μια περίοδο κατά την οποία είχε αρχίσει να γίνεται γνωστός στους εκεί λογοτεχνικούς κύκλους ήταν η δημοσίευση του έργου του Tagebucher. Ο Χρηστομάνος δημοσίευσε το έργο μετά το φόνο της Ελισσάβετ από έναν Ιταλό αναρχικό στη Γενεύη, γεγονός που προκάλεσε τη δυσαρέσκεια της Αυλής και την παραίτησή του από το Πανεπιστήμιο.
Ταξίδεψε στη Γαλλία και την Ιταλία και εγκαταστάθηκε το Νοέμβριο του 1901 στην Αθήνα, όπου ίδρυσε τη Νέα Σκηνή, θίασο που συνέβαλε ουσιαστικά στην ανανέωση της ελληνικής σκηνικής πράξης. Όμως εξαιτίας των οικονομικών δυσκολιών παραιτήθηκε από την προσπάθειά του το 1905 και αφοσιώθηκε στη συγγραφή. Το 1908 κυκλοφόρησε στα ελληνικά το έργο του για την Ελισσάβετ με τίτλο Το βιβλίο της αυτοκράτειρας Ελισσάβετ. Δημοσίευσε σε συνέχειες το μυθιστόρημα Η κερένια κούκλα στην εφημερίδα Πατρίς. Επιπλέον ο θίασος της Μαρίκας Κοτοπούλη ανέβασε χωρίς επιτυχία το έργο του Τα τρία φιλιά. Πέθανε στην Αθήνα το 1911.
Κάποια χαρακτηριστικά του έργου του: Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος υπήρξε ένας από τους πρώτους έλληνες αισθητιστές λογοτέχνες· συνδύασε επίσης στο έργο του συμβολιστικά, νεορομαντικά, ποιητικά και ρεαλιστικά στοιχεία, ενώ έντονη είναι η παρουσία του μελαγχολικού τόνου στα γραπτά του.
Δυο λόγια για τη σκηνοθετική του δράση:
Η σκηνοθετική του δράση στα πλαίσια της Νέας Σκηνής αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου. Ο Χρηστομάνος ανανέωσε τη θεατρική πράξη ακολουθώντας τα χνάρια των ευρωπαίων σκηνοθετών Αντρέ Αντουάν και Όττο Μπραμ, υπήρξε ένας από τους πρώτους Έλληνες σκηνοθέτες με τη σύγχρονη σημασία του όρου και πρόβαλε ένα εντελώς νέο για τα ελληνικά δεδομένα υποκριτικό ύφος και έργα από το σύγχρονο διεθνές και ελληνικό ρεπερτόριο (Ίψεν, Τσέχωφ, Στρίντμπεργκ, Μαίτερλιγκ, Ξενόπουλου, Παλαμά και άλλων). Παρά την πτώση της ποιοτικής στάθμης του ρεπερτορίου του θιάσου υπό την πίεση των οικονομικών αναγκών, η Νέα Σκηνή διατήρησε ως το τέλος της την αξιόλογη αισθητική των παραστάσεών της και υπήρξε μεγάλο σχολείο για ηθοποιούς, σκηνογράφους, ενδυματολόγους οι οποίοι κυριάρχησαν αργότερα στην ελληνική σκηνή.
Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος υπήρξε λογοτέχνης, καθηγητής Πανεπιστημίου, μεταφραστής και θεατρικός σκηνοθέτης, μεγάλος ανανεωτής του ελληνικού θεάτρου. Γεννήθηκε το 1867 στην Αθήνα, γιος του πανεπιστημιακού Αθανάσιου Χρηστομάνου. Εξαιτίας ενός ατυχήματος που είχε σε παιδική ηλικία έπασχε από κύφωση, ασθένεια που επηρέασε καθοριστικά την ψυχοσύνθεσή του. Φοίτησε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, διέκοψε όμως τις σπουδές του το 1887 και έφυγε για σπουδές Φιλολογίας στη Βιέννη. Το 1891 αναγορεύτηκε διδάκτωρ στο πανεπιστήμιο του Ίνσμπρουκ και διορίστηκε δάσκαλος ελληνικών και συνοδός της αυτοκράτειρας της Αυστρίας Ελισσάβετ (ως το 1893 συνεχίζοντας παράλληλα τις μελέτες του). Το καλοκαίρι του 1892 ασπάστηκε το καθολικό δόγμα κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής του στη βιβλιοθήκη του Βατικανού και ακολούθησαν πέντε μήνες μοναστικής ζωής στο Μόντε Κασσίνο. Από το 1895 ως το 1899 παρέμεινε στη Βιέννη, όπου πραγματοποίησε πανεπιστημιακή καριέρα, αρχικά ως λέκτορας της ελληνικής γλώσσας και στη συνέχεια ως καθηγητής στο Ινστιτούτο Ανατολικών Γλωσσών. Έφυγε από τη Βιέννη έχοντας αποκτήσει τον τίτλο του Βαρώνου-Ιππότη του τάγματος του Αγίου Ιωσήφ και δημοσίευσε δύο έργα στα γερμανικά: την ποιητική συλλογή Orphische Lieder και το δράμα Die graue Frau (;erga επηρεασμένα από το ρεύμα του συμβολισμού). Λόγος της αναχώρησής του από τη Βιέννη σε μια περίοδο κατά την οποία είχε αρχίσει να γίνεται γνωστός στους εκεί λογοτεχνικούς κύκλους ήταν η δημοσίευση του έργου του Tagebucher. Ο Χρηστομάνος δημοσίευσε το έργο μετά το φόνο της Ελισσάβετ από έναν Ιταλό αναρχικό στη Γενεύη, γεγονός που προκάλεσε τη δυσαρέσκεια της Αυλής και την παραίτησή του από το Πανεπιστήμιο.
Ταξίδεψε στη Γαλλία και την Ιταλία και εγκαταστάθηκε το Νοέμβριο του 1901 στην Αθήνα, όπου ίδρυσε τη Νέα Σκηνή, θίασο που συνέβαλε ουσιαστικά στην ανανέωση της ελληνικής σκηνικής πράξης. Όμως εξαιτίας των οικονομικών δυσκολιών παραιτήθηκε από την προσπάθειά του το 1905 και αφοσιώθηκε στη συγγραφή. Το 1908 κυκλοφόρησε στα ελληνικά το έργο του για την Ελισσάβετ με τίτλο Το βιβλίο της αυτοκράτειρας Ελισσάβετ. Δημοσίευσε σε συνέχειες το μυθιστόρημα Η κερένια κούκλα στην εφημερίδα Πατρίς. Επιπλέον ο θίασος της Μαρίκας Κοτοπούλη ανέβασε χωρίς επιτυχία το έργο του Τα τρία φιλιά. Πέθανε στην Αθήνα το 1911.
Κάποια χαρακτηριστικά του έργου του: Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος υπήρξε ένας από τους πρώτους έλληνες αισθητιστές λογοτέχνες· συνδύασε επίσης στο έργο του συμβολιστικά, νεορομαντικά, ποιητικά και ρεαλιστικά στοιχεία, ενώ έντονη είναι η παρουσία του μελαγχολικού τόνου στα γραπτά του.
Δυο λόγια για τη σκηνοθετική του δράση:
Η σκηνοθετική του δράση στα πλαίσια της Νέας Σκηνής αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου. Ο Χρηστομάνος ανανέωσε τη θεατρική πράξη ακολουθώντας τα χνάρια των ευρωπαίων σκηνοθετών Αντρέ Αντουάν και Όττο Μπραμ, υπήρξε ένας από τους πρώτους Έλληνες σκηνοθέτες με τη σύγχρονη σημασία του όρου και πρόβαλε ένα εντελώς νέο για τα ελληνικά δεδομένα υποκριτικό ύφος και έργα από το σύγχρονο διεθνές και ελληνικό ρεπερτόριο (Ίψεν, Τσέχωφ, Στρίντμπεργκ, Μαίτερλιγκ, Ξενόπουλου, Παλαμά και άλλων). Παρά την πτώση της ποιοτικής στάθμης του ρεπερτορίου του θιάσου υπό την πίεση των οικονομικών αναγκών, η Νέα Σκηνή διατήρησε ως το τέλος της την αξιόλογη αισθητική των παραστάσεών της και υπήρξε μεγάλο σχολείο για ηθοποιούς, σκηνογράφους, ενδυματολόγους οι οποίοι κυριάρχησαν αργότερα στην ελληνική σκηνή.