Φώτης Κόντογλου
Ο Φώτης Κόντογλου ( = Φώτης Αποστολλέλης) ήταν Έλληνας λογοτέχνης και ζωγράφος. Γεννήθηκε το 1895 στο Αϊβαλί (Κυδωνίες) της Μικράς Ασίας, τέταρτο παιδί του Νικολάου Αποστολλέλη και της συζύγου του Δέσποινας, το γένος Κόντογλου. Είχε μια αδερφή και δυο αδερφούς. Σε ηλικία ενός μόλις έτους ορφάνεψε από πατέρα και την οικογένεια ανέλαβε ο θείος του Στέφανος Κόντογλου, που ήταν Ηγούμενος στη Μονή Αγίας Παρασκευής. Τα μαθητικά του χρόνια πέρασε στο μετόχι της Αγίας Παρασκευής και στις Κυδωνίες. Φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, αλλά εγκατέλειψε σχεδόν αμέσως τη σχολή και έφυγε για να συνεχίσει τις εικαστικές σπουδές του στο Παρίσι με οικονομική βοήθεια από τον θείο του. Στο Παρίσι παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής, συνεργάστηκε με το γαλλικό περιοδικό Illustration και εργάστηκε ως εργάτης σε πολεμική βιομηχανία για να ζήσει. Διορίστηκε καθηγητής γαλλικών και ιστορία τέχνης στο Παρθεναγωγείο, ανέπτυξε πνευματική δραστηριότητα και ίδρυσε το σύλλογο Νέοι Άνθρωποι. Το 1921 πήρε μέρος στη μικρασιατική εκστρατεία και μετά την καταστροφή του 1922 κατέφυγε αρχικά στη Μυτιλήνη και στη συνέχεια στην Αθήνα. Είχε προηγουμένως επισκεφτεί το Άγιο Όρος, όπου ξαναπήγε το 1923 για να μελετήσει τη βυζαντινή τέχνη και να δημιουργήσει αντίγραφά αγιογραφιών, τα οποία παρουσίασε σε εκθέσεις, αρχικά στη Μυτιλήνη και στη συνέχεια στην Αθήνα. Το 1926 παντρεύτηκε τη Μαρία Χατζηκαμπούρη. Εργάστηκε ως συντηρητής στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας και δίδαξε ιστορία τέχνης και ζωγραφική στο αμερικάνικο κολλέγιο, όπου είχε μαθητές τον Γιάννη Τσαρούχη και το Νίκο Εγγονόπουλο. Ανέλαβε την εικονογράφηση πολλών εκκλησιών και τη διακόσμηση του Δημαρχείου της Αθήνας. Το 1963 τραυματίστηκε σε αυτοκινητιστικό ατύχημα με τη σύζυγό του και έμεινε κατάκοιτος για πέντε μήνες. Πέθανε το 1965 στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού από μετεγχειρητική μόλυνση μετά από χειρουργική επέμβαση στην κύστη.
Τιμήθηκε με πολλά βραβεία (όπως Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, Αριστείο των Γραμμάτων και των Τεχνών ..κ.α). Υπήρξε συνιδρυτής του περιοδικού Φιλική Εταιρεία (1914-1925) και του περιοδικού Κιβωτός (μαζί με τον Βασίλη Μουστάκη).
Κάτι για το έργο του:
Το λογοτεχνικό και ζωγραφικό ύφος του Κόντογλου ήταν βυζαντινοπρε- πές και λαϊκότροπο και παραξένευε την κοινωνία της εποχής του που ήταν συνηθισμένη στην τεχνοτροπία της Δύσης. Ο Κόντογλου δε νεωτέριζε ακολουθώντας τη τάση του Παρισιού δηλαδή την ευρωπαϊκή τεχνοτροπία, αλλά καινοτομούσε χρησιμοποιώντας στοιχεία της «ξεχασμένης» παραδοσιακής τέχνης και προτείνοντας την επιστροφή σ΄ αυτή.
Απόσπασμα από το έργο του:
Πονεμένη Ρωμιοσύνη, Κόντογλου
Ο Φώτης Κόντογλου ( = Φώτης Αποστολλέλης) ήταν Έλληνας λογοτέχνης και ζωγράφος. Γεννήθηκε το 1895 στο Αϊβαλί (Κυδωνίες) της Μικράς Ασίας, τέταρτο παιδί του Νικολάου Αποστολλέλη και της συζύγου του Δέσποινας, το γένος Κόντογλου. Είχε μια αδερφή και δυο αδερφούς. Σε ηλικία ενός μόλις έτους ορφάνεψε από πατέρα και την οικογένεια ανέλαβε ο θείος του Στέφανος Κόντογλου, που ήταν Ηγούμενος στη Μονή Αγίας Παρασκευής. Τα μαθητικά του χρόνια πέρασε στο μετόχι της Αγίας Παρασκευής και στις Κυδωνίες. Φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, αλλά εγκατέλειψε σχεδόν αμέσως τη σχολή και έφυγε για να συνεχίσει τις εικαστικές σπουδές του στο Παρίσι με οικονομική βοήθεια από τον θείο του. Στο Παρίσι παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής, συνεργάστηκε με το γαλλικό περιοδικό Illustration και εργάστηκε ως εργάτης σε πολεμική βιομηχανία για να ζήσει. Διορίστηκε καθηγητής γαλλικών και ιστορία τέχνης στο Παρθεναγωγείο, ανέπτυξε πνευματική δραστηριότητα και ίδρυσε το σύλλογο Νέοι Άνθρωποι. Το 1921 πήρε μέρος στη μικρασιατική εκστρατεία και μετά την καταστροφή του 1922 κατέφυγε αρχικά στη Μυτιλήνη και στη συνέχεια στην Αθήνα. Είχε προηγουμένως επισκεφτεί το Άγιο Όρος, όπου ξαναπήγε το 1923 για να μελετήσει τη βυζαντινή τέχνη και να δημιουργήσει αντίγραφά αγιογραφιών, τα οποία παρουσίασε σε εκθέσεις, αρχικά στη Μυτιλήνη και στη συνέχεια στην Αθήνα. Το 1926 παντρεύτηκε τη Μαρία Χατζηκαμπούρη. Εργάστηκε ως συντηρητής στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας και δίδαξε ιστορία τέχνης και ζωγραφική στο αμερικάνικο κολλέγιο, όπου είχε μαθητές τον Γιάννη Τσαρούχη και το Νίκο Εγγονόπουλο. Ανέλαβε την εικονογράφηση πολλών εκκλησιών και τη διακόσμηση του Δημαρχείου της Αθήνας. Το 1963 τραυματίστηκε σε αυτοκινητιστικό ατύχημα με τη σύζυγό του και έμεινε κατάκοιτος για πέντε μήνες. Πέθανε το 1965 στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού από μετεγχειρητική μόλυνση μετά από χειρουργική επέμβαση στην κύστη.
Τιμήθηκε με πολλά βραβεία (όπως Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, Αριστείο των Γραμμάτων και των Τεχνών ..κ.α). Υπήρξε συνιδρυτής του περιοδικού Φιλική Εταιρεία (1914-1925) και του περιοδικού Κιβωτός (μαζί με τον Βασίλη Μουστάκη).
Κάτι για το έργο του:
Το λογοτεχνικό και ζωγραφικό ύφος του Κόντογλου ήταν βυζαντινοπρε- πές και λαϊκότροπο και παραξένευε την κοινωνία της εποχής του που ήταν συνηθισμένη στην τεχνοτροπία της Δύσης. Ο Κόντογλου δε νεωτέριζε ακολουθώντας τη τάση του Παρισιού δηλαδή την ευρωπαϊκή τεχνοτροπία, αλλά καινοτομούσε χρησιμοποιώντας στοιχεία της «ξεχασμένης» παραδοσιακής τέχνης και προτείνοντας την επιστροφή σ΄ αυτή.
Απόσπασμα από το έργο του:
Πονεμένη Ρωμιοσύνη, Κόντογλου