Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Ο Αλέξανδρος Εμμανουήλ είναι ένας από τους πιο σημαντικούς Νεοέλληνες πεζογράφους, ο κορυφαίος αφηγηματογράφος και ο κυριότερος εκπρόσωπος του ηθογραφικού διηγήματος.
Γεννήθηκε στη Σκιάθο το 1851, γιος του ιερέα Αδαμαντίου Εμμανουήλ από οικογένεια ναυτικών και κληρικών του νησιού και της Γκιουλώς (Αγγελικής) Εμμανουήλ το γένος Μωραΐτη, καταγόμενης από αρχοντική οικογένεια του Μυστρά. Ως γιος φτωχού ιερέα, ο Παπαδιαμάντης έζησε και ανατράφηκε μέσα σε ένα θρησκευτικό, φτωχό και με ναυτική παράδοση οικογενειακό περιβάλλον, το οποίο επέδρασε αποφασιστικά στη ψυχοσύνθεσή του. Όταν ήταν 19 χρονών, αποφάσισε να καλογερέψει στο Άγιον Όρος, το οποίο, όμως, εγκατέλειψε λόγω της μεγάλης του αγάπης για τη θάλασσα. Φοίτησε διαδοχικά στο Σχολαρχείο της Σκοπέλου, στα Γυμνάσια της Χαλκίδας και Πειραιά και στο Βαρβάκειο της Αθήνας. Το 1874 ήρθε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του για λόγους βιοποριστικούς και επειδή, ήδη, είχε αρχίσει να τον έλκει η συγγραφή. Παράλληλα μάθαινε μόνος του γαλλικά και αγγλικά και μελετούσε ξένη λογοτεχνία. Προκειμένου να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για τη ζωή του, εργαζόταν ως δημοσιογράφος και μεταφραστής σε αθηναϊκές εφημερίδες ( π.χ στην Εφημερίδα του Δημητρίου Κορομηλά )και περιοδικά (π.χ Σωτήρ, Μη χάνεσαι…), όπου δημοσίευε και κάποια έργα του.
Το 1877 δημοσίευσε ανώνυμα σειρά άρθρων στην Εφημερίδα με τίτλους Η εβδομάς των Αγίων Παθών και Το Άγιον Πάσχα, ενώ δυο χρόνια αργότερα δημοσίευσε με την υπογραφή Α.Πδ. το ιστορικό μυθιστόρημα Η μετανάστις στην εφημερίδα Νεολόγος Κωνσταντινουπόλεως με παρακίνηση του εκδότη της και φίλου του Βλάση Γαβριηλίδη. Το 1881 δημοσίευσε το ποίημα Δέησις (Εράνισμα εκ των ψαλμών) στο περιοδικό Σωτήρ, εγκαινιάζοντας την επίσημη πλέον παρουσία του στα γράμματα με το όνομα Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (το επώνυμο συνδυασμός του ονόματος και της ιερατικής ιδιότητας του πατέρα του).
Στην Αθήνα ζούσε μοναχικά, ενώ, συχνά, επισκεπτόταν την πατρίδα του, τη Σκιάθο. Από το 1902 ως το 1904 έμεινε στη γενέτειρά του, όπου αφοσιώθηκε στη μετάφραση των έργων History of the Greek Revolution του Thomas Gordon και History of the Greek Revolution του George Finlay κατά παραγγελία του Γιάννη Βλαχογιάννη με τον οποίο η φιλία του χρονολογείται από το 1901.
Το 1908 εγκαταστάθηκε μόνιμα στο νησί του και δε θέλησε να παρευρεθεί στην επίσημη εορταστική εκδήλωση για τα 25 χρόνια λογοτεχνικής του προσφοράς. Τα τρία, λοιπόν, τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε αποτραβηγμένος στη Σκιάθο, όπου πέθανε πάμφτωχος από πνευμονία το Γενάρη του 1911. Μια μέρα πριν πληροφορήθηκε πως είχε τιμηθεί με το παράσημο του Αργυρού Σταυρού του Σωτήρος.
Κάποια χαρακτηριστικά του έργου του:
Μέσα στα περισσότερα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, του συγγραφέα και υμνητή «του ρόδινου νησιού του», γίνεται συχνή αναφορά στο φυσικό περιβάλλον της Σκιάθου. Επίσης αναφέρεται συχνά και η θαλασσινή της διαμόρφωση, με τα αμέτρητα λιμανάκια, τους κόρφους και τους κάβους, τους γκρεμούς, τις σπηλιές, τα νησάκια, τις αμμουδιές, τα ακρογιάλια. Αυτές οι αλησμόνητες παιδικές μνήμες κυριαρχούν στη σκέψη του Παπαδιαμάντη και τις κάνει διηγήματα, εμπλουτισμένα με τα θρησκευτικά βιώματά του και με τα βάσανα, τους καημούς και τις μικροχαρές της σκιαθίτικης φτωχολογιάς. Οι ήρωές του είναι ψαράδες, αγρότες, ιερωμένοι, μετανάστες, πολυφαμελίτες, εργένηδες, αναξιοπαθούσες χήρες, όμορφες ορφανές, αλλά και κακάσχημες μάγισσες και διάφορες αγύρτισσες.
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό του είναι το δαιμονικό στοιχείο. Ο Παπαδιαμάντης φέρνει τους ήρωές του αντιμέτωπους με το κακό, το οποίο παρουσιάζεται με ποικίλες μορφές: άλλοτε ως πάλη με την αμαρτία και τους πειρασμούς, άλλοτε ως κοινωνική αδικία. Σε κάθε περίπτωση οδηγεί τους ήρωες σε ηθική κρίση. Κάθαρση φαίνεται να προσφέρει μόνο η επιστροφή στο εξαγνισμένο παρελθόν (παιδικές αναμνήσεις, επιστροφή στη φύση…) .
Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη είναι ιδιόμορφη, καθώς αποτελεί ένα συνδυασμό αρχαίας, βυζαντινής, καθαρεύουσας και δημοτικής. Στους διαλόγους χρησιμοποιείται η ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα με ιδιωματισμούς της Σκιάθου, ενώ στην αφήγηση βάση είναι η καθαρεύουσα, η οποία εμπλέκεται με πολλά στοιχεία της δημοτικής. Τέλος και στις περιγραφές χρησιμοποιείται η καθαρεύουσα. Παράλληλα ο συγγραφέας χρησιμοποιεί και λέξεις της αρχαίας ελληνικής και εκκλησιαστικής παράδοσης.
Ο Αλέξανδρος Εμμανουήλ είναι ένας από τους πιο σημαντικούς Νεοέλληνες πεζογράφους, ο κορυφαίος αφηγηματογράφος και ο κυριότερος εκπρόσωπος του ηθογραφικού διηγήματος.
Γεννήθηκε στη Σκιάθο το 1851, γιος του ιερέα Αδαμαντίου Εμμανουήλ από οικογένεια ναυτικών και κληρικών του νησιού και της Γκιουλώς (Αγγελικής) Εμμανουήλ το γένος Μωραΐτη, καταγόμενης από αρχοντική οικογένεια του Μυστρά. Ως γιος φτωχού ιερέα, ο Παπαδιαμάντης έζησε και ανατράφηκε μέσα σε ένα θρησκευτικό, φτωχό και με ναυτική παράδοση οικογενειακό περιβάλλον, το οποίο επέδρασε αποφασιστικά στη ψυχοσύνθεσή του. Όταν ήταν 19 χρονών, αποφάσισε να καλογερέψει στο Άγιον Όρος, το οποίο, όμως, εγκατέλειψε λόγω της μεγάλης του αγάπης για τη θάλασσα. Φοίτησε διαδοχικά στο Σχολαρχείο της Σκοπέλου, στα Γυμνάσια της Χαλκίδας και Πειραιά και στο Βαρβάκειο της Αθήνας. Το 1874 ήρθε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του για λόγους βιοποριστικούς και επειδή, ήδη, είχε αρχίσει να τον έλκει η συγγραφή. Παράλληλα μάθαινε μόνος του γαλλικά και αγγλικά και μελετούσε ξένη λογοτεχνία. Προκειμένου να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για τη ζωή του, εργαζόταν ως δημοσιογράφος και μεταφραστής σε αθηναϊκές εφημερίδες ( π.χ στην Εφημερίδα του Δημητρίου Κορομηλά )και περιοδικά (π.χ Σωτήρ, Μη χάνεσαι…), όπου δημοσίευε και κάποια έργα του.
Το 1877 δημοσίευσε ανώνυμα σειρά άρθρων στην Εφημερίδα με τίτλους Η εβδομάς των Αγίων Παθών και Το Άγιον Πάσχα, ενώ δυο χρόνια αργότερα δημοσίευσε με την υπογραφή Α.Πδ. το ιστορικό μυθιστόρημα Η μετανάστις στην εφημερίδα Νεολόγος Κωνσταντινουπόλεως με παρακίνηση του εκδότη της και φίλου του Βλάση Γαβριηλίδη. Το 1881 δημοσίευσε το ποίημα Δέησις (Εράνισμα εκ των ψαλμών) στο περιοδικό Σωτήρ, εγκαινιάζοντας την επίσημη πλέον παρουσία του στα γράμματα με το όνομα Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (το επώνυμο συνδυασμός του ονόματος και της ιερατικής ιδιότητας του πατέρα του).
Στην Αθήνα ζούσε μοναχικά, ενώ, συχνά, επισκεπτόταν την πατρίδα του, τη Σκιάθο. Από το 1902 ως το 1904 έμεινε στη γενέτειρά του, όπου αφοσιώθηκε στη μετάφραση των έργων History of the Greek Revolution του Thomas Gordon και History of the Greek Revolution του George Finlay κατά παραγγελία του Γιάννη Βλαχογιάννη με τον οποίο η φιλία του χρονολογείται από το 1901.
Το 1908 εγκαταστάθηκε μόνιμα στο νησί του και δε θέλησε να παρευρεθεί στην επίσημη εορταστική εκδήλωση για τα 25 χρόνια λογοτεχνικής του προσφοράς. Τα τρία, λοιπόν, τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε αποτραβηγμένος στη Σκιάθο, όπου πέθανε πάμφτωχος από πνευμονία το Γενάρη του 1911. Μια μέρα πριν πληροφορήθηκε πως είχε τιμηθεί με το παράσημο του Αργυρού Σταυρού του Σωτήρος.
Κάποια χαρακτηριστικά του έργου του:
Μέσα στα περισσότερα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, του συγγραφέα και υμνητή «του ρόδινου νησιού του», γίνεται συχνή αναφορά στο φυσικό περιβάλλον της Σκιάθου. Επίσης αναφέρεται συχνά και η θαλασσινή της διαμόρφωση, με τα αμέτρητα λιμανάκια, τους κόρφους και τους κάβους, τους γκρεμούς, τις σπηλιές, τα νησάκια, τις αμμουδιές, τα ακρογιάλια. Αυτές οι αλησμόνητες παιδικές μνήμες κυριαρχούν στη σκέψη του Παπαδιαμάντη και τις κάνει διηγήματα, εμπλουτισμένα με τα θρησκευτικά βιώματά του και με τα βάσανα, τους καημούς και τις μικροχαρές της σκιαθίτικης φτωχολογιάς. Οι ήρωές του είναι ψαράδες, αγρότες, ιερωμένοι, μετανάστες, πολυφαμελίτες, εργένηδες, αναξιοπαθούσες χήρες, όμορφες ορφανές, αλλά και κακάσχημες μάγισσες και διάφορες αγύρτισσες.
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό του είναι το δαιμονικό στοιχείο. Ο Παπαδιαμάντης φέρνει τους ήρωές του αντιμέτωπους με το κακό, το οποίο παρουσιάζεται με ποικίλες μορφές: άλλοτε ως πάλη με την αμαρτία και τους πειρασμούς, άλλοτε ως κοινωνική αδικία. Σε κάθε περίπτωση οδηγεί τους ήρωες σε ηθική κρίση. Κάθαρση φαίνεται να προσφέρει μόνο η επιστροφή στο εξαγνισμένο παρελθόν (παιδικές αναμνήσεις, επιστροφή στη φύση…) .
Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη είναι ιδιόμορφη, καθώς αποτελεί ένα συνδυασμό αρχαίας, βυζαντινής, καθαρεύουσας και δημοτικής. Στους διαλόγους χρησιμοποιείται η ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα με ιδιωματισμούς της Σκιάθου, ενώ στην αφήγηση βάση είναι η καθαρεύουσα, η οποία εμπλέκεται με πολλά στοιχεία της δημοτικής. Τέλος και στις περιγραφές χρησιμοποιείται η καθαρεύουσα. Παράλληλα ο συγγραφέας χρησιμοποιεί και λέξεις της αρχαίας ελληνικής και εκκλησιαστικής παράδοσης.