Καλλιρρόη Παρρέν
Η Καλλιρρόη Παρρέν ήταν δημοσιογράφος, λογία και μια από τις πρώτες Ελληνίδες φεμινίστριες. Γεννήθηκε το 1861 στα Πλατάνια Αμαρίου του νομού Ρεθύμνης της Κρήτης. Το πατρικό της όνομα ήταν Σιγανού, ενώ γνωστή στο χώρο των γραμμάτων έγινε με το όνομα του συζύγου της Ιωάννη Παρρέν, κωνσταντινουπολίτη δημοσιογράφου (τον οποίο παντρεύτηκε το 1880). Σε ηλικία 6 χρόνων εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στην Αθήνα και μαθήτευσε στη σχολή Σουρμελή του Πειραιά, τη γαλλική σχολή Καλογραιών και τέλος στο Αρσάκειο, από όπου πήρε πτυχίο δασκάλας το 1878 και ανέλαβε τη διεύθυνση του παρθεναγωγείου της ελληνικής κοινότητας στην Οδησσό.
Μετά το γάμο της στράφηκε στη δημοσιογραφία ως μέσο για τον αγώνα της υπέρ της χειραφέτησης των ελληνίδων. Στα πλαίσια της δραστηριότητάς της ίδρυσε το 1887 την Εφημερίδα των Κυριών, το πρώτο ελληνικό φεμινιστικό έντυπο, που κυκλοφόρησε ως το 1917 και συνέδεσε το όνομα της Παρρέν με το ελληνικό γυναικείο κίνημα, πήρε μέρος σε διεθνή φεμινιστικά συνέδρια στο Παρίσι και το Σικάγο και πραγματοποίησε σημαντικές ενέργειες υπέρ της γυναικείας προστασίας και εκπαίδευσης στην Ελλάδα (ίδρυση της Σχολής της Κυριακής των Απόρων Γυναικών και Κορασίδων το 1890, του Ασύλου της Αγίας Αικατερίνης το 1893, της Ενώσεως υπέρ της Χειραφετήσεως των Γυναικών και του Ασύλου των Ανιάτων το 1896 και του Λυκείου των Ελληνίδων το 1911). Ως αρθρογράφος συνεργάστηκε επίσης με τις εφημερίδες Ακρόπολις, Εστία και Εμπρός, καθώς και με το Ημερολόγιο του Σκόκου.
Ανέπτυξε παράλληλα και πολιτική δραστηριότητα με διαβήματα υπέρ της καλυτέρευσης της κοινωνικής θέσης της ελληνίδας στις κυβερνήσεις Δελιγιάννη και Τρικούπη. Για την προσφορά της τιμήθηκε με τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος (από τον βασιλιά Γεώργιο Β’ το 1936) και το αργυρό μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ πραγματοποιήθηκε τιμητική βραδιά στην αίθουσα του Παρνασσού υπέρ των πενήντα χρόνων της δράσης της και των εικοσιπέντε χρόνων λειτουργίας του Λυκείου των Ελληνίδων. Πέθανε στην Αθήνα το 1940.
Στα πλαίσια της φεμινιστικής της δραστηριότητας κινήθηκε και η ενασχόλησή της με τη λογοτεχνία. Την πρώτη της επίσημη εμφάνιση ως συγγραφέας πραγματοποίησε με την έκδοση του μυθιστορήματος Η Χειραφετημένη το 1900. Ακολούθησαν μυθιστορήματα, θεατρικά, ιστορικά και ταξιδιωτικά έργα, όλα με τον ίδιο προσανατολισμό και χωρίς ιδιαίτερες λογοτεχνικές αξιώσεις.( όπως: "Ιστορία της γυναικός", "Η μάγισσα" ,"Το νέον συμβόλαιον", "Η νέα γυναίκα"…)
Βασικό χαρακτηριστικό του λογοτεχνικού έργου της Καλλιρρόης Παρρέν στο σύνολό του είναι η σκόπιμη στράτευσή του στον αγώνα υπέρ του γυναικείου ζητήματος, το οποίο αποτέλεσε στόχο ζωής για τη συγγραφέα και το οποίο τελικά εξυπηρέτησε τόσο με την πεζογραφική, όσο και με τη δραματική παραγωγή της. Το έργο της αναγνωρίστηκε από την Ακαδημία Αθηνών και το Δήμο Αθηναίων, ο οποίος θέλησε να αποδώσει φόρο τιμής στη μνήμη της, τοποθετώντας το 1992 προτομή της στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Απόσπασμα από το έργο της:
Ἡ κ. Μεμιδὼφ ἔφθασεν εἰς τὴν οἰκίαν της ἀκριβῶς τὴν 5ην καὶ ἡμίσειαν. Αἱ θυγατέρες της τὴν ἀνέμεναν μετὰ μεγάλης ἀνυπομονησίας. Ἡ Ὀλγίνα, ἡ ὁποία εἶχεν ὑποθέσει ὅτι ἐπρόκειτο περὶ τοῦ συνοικεσίου της, ἐκανόνιζε τὰ σχέδια τῆς νέας της ζωῆς. Εὐθὺς ὡς ἔφαγε τὸ μεσημέρι, εἶχε κλεισθῆ εἰς τὸ δωμάτιον τῆς μητέρας της διὰ νὰ εἶναι μόνη καὶ ἐκεῖ ἐξηπλωμένη ἐπὶ τῆς κλίνης ἔκαμνε σχέδια διασκεδάσεων καὶ ὑποδοχῶν καὶ ὡραίων φορεμάτων καὶ πλουσίων διαμαντικῶν. Τὸ σπίτι της θὰ τὸ ἐστόλιζεν, ὅπως ἐκείνη εἴξευρε. Θὰ εἶχε τρία σαλόνια, ἀπαράλλακτα ὡς τῆς κ. Φακίδου καὶ θὰ εἶχε μαῦρον ὑπηρέτην μὲ κόκκινην στολήν, ὡς ἔχουν αἱ ἀλεξανδριναὶ κυρίαι.
Ἔπειτα ἤρχετο ἡ σειρὰ τῶν φορεμάτων. Ὅλα τὰ μυθώδους πλούτου ὑφάσματα τῆς Ἀνατολῆς ἀπὸ τὰ ἰνδικὰ κρέπια καὶ τὰ περσικὰ κασμίρια, καὶ τὰ κλαδωτὰ τῆς Βαγδάτης καὶ τὰ ἀέρινα τῆς Προύσσης καὶ τὰς στόφας, αἱ ὁποῖαι στέκονται ὀρθαί, ὅλα τὰ ἀφρώδη ὡς σύννεφα καὶ τὰ στιλπνὰ ὡς φυλλώματα τροπικῶν, καὶ τὰ χνουδωτὰ ὡς σαμούρια, ὅλα τὰ χρώματα μὲ τοὺς συνδυασμοὺς τοὺς μᾶλλον ζωηροὺς καὶ τοὺς μᾶλλον ἀντιθέτους, τῶν ὁποίων τὸ μυστικὸν κατέχει μόνον ἡ Ἀνατολή, ὅλα τὰ θαυμάσια, τὰ ὁποῖα εἰς τὰς κατὰ καιροὺς ἐπισκέψεις της εἰς τὸ τσαρσί, εἰς τὴν ἀτελείωτον ἐκείνην κατακόμβην, εἰς τὸν ἀπέραντον ἐκεῖνον λαβύρινθον τῶν μυθωδῶν ὑφασμάτων καὶ ταπήτων καὶ γουναρικῶν καὶ πολυτίμων λίθων καὶ πολυτίμων ἀσημικῶν καὶ ἐπίπλων καὶ σκευῶν ἀρχαίων, εἶχε θαυμάσει καὶ εἶχεν ἐπιθυμήσει, ὅλα αὐτὰ ἔκαμναν παρέλασιν φανταστικὴν πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν της.
Η Χειραφετημένη , Παρρέν Καλλιρόη
Η Καλλιρρόη Παρρέν ήταν δημοσιογράφος, λογία και μια από τις πρώτες Ελληνίδες φεμινίστριες. Γεννήθηκε το 1861 στα Πλατάνια Αμαρίου του νομού Ρεθύμνης της Κρήτης. Το πατρικό της όνομα ήταν Σιγανού, ενώ γνωστή στο χώρο των γραμμάτων έγινε με το όνομα του συζύγου της Ιωάννη Παρρέν, κωνσταντινουπολίτη δημοσιογράφου (τον οποίο παντρεύτηκε το 1880). Σε ηλικία 6 χρόνων εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στην Αθήνα και μαθήτευσε στη σχολή Σουρμελή του Πειραιά, τη γαλλική σχολή Καλογραιών και τέλος στο Αρσάκειο, από όπου πήρε πτυχίο δασκάλας το 1878 και ανέλαβε τη διεύθυνση του παρθεναγωγείου της ελληνικής κοινότητας στην Οδησσό.
Μετά το γάμο της στράφηκε στη δημοσιογραφία ως μέσο για τον αγώνα της υπέρ της χειραφέτησης των ελληνίδων. Στα πλαίσια της δραστηριότητάς της ίδρυσε το 1887 την Εφημερίδα των Κυριών, το πρώτο ελληνικό φεμινιστικό έντυπο, που κυκλοφόρησε ως το 1917 και συνέδεσε το όνομα της Παρρέν με το ελληνικό γυναικείο κίνημα, πήρε μέρος σε διεθνή φεμινιστικά συνέδρια στο Παρίσι και το Σικάγο και πραγματοποίησε σημαντικές ενέργειες υπέρ της γυναικείας προστασίας και εκπαίδευσης στην Ελλάδα (ίδρυση της Σχολής της Κυριακής των Απόρων Γυναικών και Κορασίδων το 1890, του Ασύλου της Αγίας Αικατερίνης το 1893, της Ενώσεως υπέρ της Χειραφετήσεως των Γυναικών και του Ασύλου των Ανιάτων το 1896 και του Λυκείου των Ελληνίδων το 1911). Ως αρθρογράφος συνεργάστηκε επίσης με τις εφημερίδες Ακρόπολις, Εστία και Εμπρός, καθώς και με το Ημερολόγιο του Σκόκου.
Ανέπτυξε παράλληλα και πολιτική δραστηριότητα με διαβήματα υπέρ της καλυτέρευσης της κοινωνικής θέσης της ελληνίδας στις κυβερνήσεις Δελιγιάννη και Τρικούπη. Για την προσφορά της τιμήθηκε με τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος (από τον βασιλιά Γεώργιο Β’ το 1936) και το αργυρό μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ πραγματοποιήθηκε τιμητική βραδιά στην αίθουσα του Παρνασσού υπέρ των πενήντα χρόνων της δράσης της και των εικοσιπέντε χρόνων λειτουργίας του Λυκείου των Ελληνίδων. Πέθανε στην Αθήνα το 1940.
Στα πλαίσια της φεμινιστικής της δραστηριότητας κινήθηκε και η ενασχόλησή της με τη λογοτεχνία. Την πρώτη της επίσημη εμφάνιση ως συγγραφέας πραγματοποίησε με την έκδοση του μυθιστορήματος Η Χειραφετημένη το 1900. Ακολούθησαν μυθιστορήματα, θεατρικά, ιστορικά και ταξιδιωτικά έργα, όλα με τον ίδιο προσανατολισμό και χωρίς ιδιαίτερες λογοτεχνικές αξιώσεις.( όπως: "Ιστορία της γυναικός", "Η μάγισσα" ,"Το νέον συμβόλαιον", "Η νέα γυναίκα"…)
Βασικό χαρακτηριστικό του λογοτεχνικού έργου της Καλλιρρόης Παρρέν στο σύνολό του είναι η σκόπιμη στράτευσή του στον αγώνα υπέρ του γυναικείου ζητήματος, το οποίο αποτέλεσε στόχο ζωής για τη συγγραφέα και το οποίο τελικά εξυπηρέτησε τόσο με την πεζογραφική, όσο και με τη δραματική παραγωγή της. Το έργο της αναγνωρίστηκε από την Ακαδημία Αθηνών και το Δήμο Αθηναίων, ο οποίος θέλησε να αποδώσει φόρο τιμής στη μνήμη της, τοποθετώντας το 1992 προτομή της στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Απόσπασμα από το έργο της:
Ἡ κ. Μεμιδὼφ ἔφθασεν εἰς τὴν οἰκίαν της ἀκριβῶς τὴν 5ην καὶ ἡμίσειαν. Αἱ θυγατέρες της τὴν ἀνέμεναν μετὰ μεγάλης ἀνυπομονησίας. Ἡ Ὀλγίνα, ἡ ὁποία εἶχεν ὑποθέσει ὅτι ἐπρόκειτο περὶ τοῦ συνοικεσίου της, ἐκανόνιζε τὰ σχέδια τῆς νέας της ζωῆς. Εὐθὺς ὡς ἔφαγε τὸ μεσημέρι, εἶχε κλεισθῆ εἰς τὸ δωμάτιον τῆς μητέρας της διὰ νὰ εἶναι μόνη καὶ ἐκεῖ ἐξηπλωμένη ἐπὶ τῆς κλίνης ἔκαμνε σχέδια διασκεδάσεων καὶ ὑποδοχῶν καὶ ὡραίων φορεμάτων καὶ πλουσίων διαμαντικῶν. Τὸ σπίτι της θὰ τὸ ἐστόλιζεν, ὅπως ἐκείνη εἴξευρε. Θὰ εἶχε τρία σαλόνια, ἀπαράλλακτα ὡς τῆς κ. Φακίδου καὶ θὰ εἶχε μαῦρον ὑπηρέτην μὲ κόκκινην στολήν, ὡς ἔχουν αἱ ἀλεξανδριναὶ κυρίαι.
Ἔπειτα ἤρχετο ἡ σειρὰ τῶν φορεμάτων. Ὅλα τὰ μυθώδους πλούτου ὑφάσματα τῆς Ἀνατολῆς ἀπὸ τὰ ἰνδικὰ κρέπια καὶ τὰ περσικὰ κασμίρια, καὶ τὰ κλαδωτὰ τῆς Βαγδάτης καὶ τὰ ἀέρινα τῆς Προύσσης καὶ τὰς στόφας, αἱ ὁποῖαι στέκονται ὀρθαί, ὅλα τὰ ἀφρώδη ὡς σύννεφα καὶ τὰ στιλπνὰ ὡς φυλλώματα τροπικῶν, καὶ τὰ χνουδωτὰ ὡς σαμούρια, ὅλα τὰ χρώματα μὲ τοὺς συνδυασμοὺς τοὺς μᾶλλον ζωηροὺς καὶ τοὺς μᾶλλον ἀντιθέτους, τῶν ὁποίων τὸ μυστικὸν κατέχει μόνον ἡ Ἀνατολή, ὅλα τὰ θαυμάσια, τὰ ὁποῖα εἰς τὰς κατὰ καιροὺς ἐπισκέψεις της εἰς τὸ τσαρσί, εἰς τὴν ἀτελείωτον ἐκείνην κατακόμβην, εἰς τὸν ἀπέραντον ἐκεῖνον λαβύρινθον τῶν μυθωδῶν ὑφασμάτων καὶ ταπήτων καὶ γουναρικῶν καὶ πολυτίμων λίθων καὶ πολυτίμων ἀσημικῶν καὶ ἐπίπλων καὶ σκευῶν ἀρχαίων, εἶχε θαυμάσει καὶ εἶχεν ἐπιθυμήσει, ὅλα αὐτὰ ἔκαμναν παρέλασιν φανταστικὴν πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν της.
Η Χειραφετημένη , Παρρέν Καλλιρόη