Λάμπρος Πορφύρας
Ο Λάμπρος Πορφύρας (ψευδώνυμο του Δημητρίου Σύψωμου) ήταν λυρικός ποιητής της μεταπολεμικής περιόδου.
Γεννήθηκε το 1879 στη Χίο, ήδη όμως από την παιδική του ηλικία εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Ερμούπολη της Σύρου. Τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο στην Πλάκα και το Α΄ Γυμνάσιο στον Πειραιά. Μαθητής του Γυμνασίου ακόμη, δημοσίευσε το ποίημα Θλίψη του Μαρμάρου στην εφημερίδα Άστυ (1894). Αμέσως έγινε δημοφιλής στους λογοτεχνικούς κύκλους και προκάλεσε το ενδιαφέρον του Κωστή Παλαμά, ενώ συνδέθηκε στενά με τα περιοδικά Τέχνη (που στήριξε και οικονομικά) και Διόνυσος, τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο και τον Γιάννη Καμπύση. Σπούδασε νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, χωρίς όμως να ολοκληρώσει τη φοίτησή του. Μαχόμενος σοσιαλιστής και δημοτικιστής, υπήρξε μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου και συνυπέγραψε το καταστατικό της Σοσιαλιστικής και δημοκρατικής Κίνησης. Το 1900 ταξίδεψε στο Παρίσι όπου ήρθε σε επαφή με τους εκεί λογοτεχνικούς κύκλους. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, όπου έμεινε ως το θάνατό του το 1932, δημοσιεύοντας ποιήματα στα σημαντικότερα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής. Επιστρατεύτηκε δυο φορές κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Κατά τη διάρκεια της ζωής του εξέδωσε μια μόνο ποιητική συλλογή με τίτλο Σκιές, ενώ το 1932 εκδόθηκαν και οι Μουσικές φωνές. Για αυτή τη συλλογή τιμήθηκε με το Αριστείο των Γραμμάτων και των Τεχνών. Υπήρξε εξαιρετικά δημοφιλής ποιητής και τιμήθηκε με τον Αργυρούν Σταυρόν των Ιπποτών του Τάγματος και του Σωτήρος από τον βασιλιά Αλέξανδρο (1918) και με μετάλλιο από τον Δήμαρχο του Πειραιά Τάκη Παναγιωτόπουλο. Ο Πορφύρας ανήκει στους συμβολιστές ποιητές και δέχτηκε επιδράσεις από τους ευρωπαίους συμβολιστές και από την ποίηση του Διονυσίου Σολωμού και του Κωστή Παλαμά. Ποιήματα του μελοποιήθηκαν από Έλληνες συνθέτες και μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες.
Απόσμασμα από το έργο του:
Τρελλὸ παιδὶ ξεκίνησα δεμένο μὲ τὰ μάγια
τοῦ ὀνείρου μου, κι ἐγνώρισα τὶς χῶρες τοῦ γιαλοῦ,
εἶδα τὶς χῶρες π᾿ ἄστραφταν σὲ κάμπους καὶ σὲ πλάγια,
μὰ ἡ χώρα μου, ὅλο πήγαινα- κι ἤτανε πάντ᾿ ἀλλοῦ.
Εἶδα, Λάμπρος Πορφύρας
Κάποια χαρακτηριστικά του έργου του: Ο Πορφύρας ήταν άνθρωπος μελαγχολικός και έζησε μοναχική ζωή μακριά από τους κοινωνικούς κύκλους. Στους στίχους του τραγούδησε τον έρωτα, τη θάλασσα και την ελληνική φύση, τα ταπεινά πράγματα και τα θλιμμένα ειδύλλια. Ακολούθησε μεν το συμβολισμό, διαμόρφωσε όμως ένα ιδιαίτερο προσωπικό ύφος. Η γλώσσα του είναι απλή και η διάρθρωση των στίχων του δε, διακρίνεται από πρωτοτυπία. Όμως την ποίησή του τη χαρακτηρίζει η γλυκύτητα της έκφρασης, η μουσικότητα του τόνου και η αρμονία. Στα ποιήματά του οι λέξεις δεν βιάζονται για ν’ ανταποκριθούν στο μέτρο και στην ομοιοκαταληξία. Δεν κόβονται με σκοπό να προκύψει, όπως σε προηγούμενους ποιητές, ισοσυλλαβία στους στίχους. Αυτό είναι ένα σημάδι γλωσσικής επάρκειας εξαιρετικής σημασίας, καθόσον δεν αφορά μόνο τη γλώσσα, αλλά βαθύτερα και ευρύτερα τη σκέψη και την αίσθηση της πραγματικότητας.
Ο Λάμπρος Πορφύρας (ψευδώνυμο του Δημητρίου Σύψωμου) ήταν λυρικός ποιητής της μεταπολεμικής περιόδου.
Γεννήθηκε το 1879 στη Χίο, ήδη όμως από την παιδική του ηλικία εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Ερμούπολη της Σύρου. Τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο στην Πλάκα και το Α΄ Γυμνάσιο στον Πειραιά. Μαθητής του Γυμνασίου ακόμη, δημοσίευσε το ποίημα Θλίψη του Μαρμάρου στην εφημερίδα Άστυ (1894). Αμέσως έγινε δημοφιλής στους λογοτεχνικούς κύκλους και προκάλεσε το ενδιαφέρον του Κωστή Παλαμά, ενώ συνδέθηκε στενά με τα περιοδικά Τέχνη (που στήριξε και οικονομικά) και Διόνυσος, τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο και τον Γιάννη Καμπύση. Σπούδασε νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, χωρίς όμως να ολοκληρώσει τη φοίτησή του. Μαχόμενος σοσιαλιστής και δημοτικιστής, υπήρξε μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου και συνυπέγραψε το καταστατικό της Σοσιαλιστικής και δημοκρατικής Κίνησης. Το 1900 ταξίδεψε στο Παρίσι όπου ήρθε σε επαφή με τους εκεί λογοτεχνικούς κύκλους. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, όπου έμεινε ως το θάνατό του το 1932, δημοσιεύοντας ποιήματα στα σημαντικότερα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής. Επιστρατεύτηκε δυο φορές κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Κατά τη διάρκεια της ζωής του εξέδωσε μια μόνο ποιητική συλλογή με τίτλο Σκιές, ενώ το 1932 εκδόθηκαν και οι Μουσικές φωνές. Για αυτή τη συλλογή τιμήθηκε με το Αριστείο των Γραμμάτων και των Τεχνών. Υπήρξε εξαιρετικά δημοφιλής ποιητής και τιμήθηκε με τον Αργυρούν Σταυρόν των Ιπποτών του Τάγματος και του Σωτήρος από τον βασιλιά Αλέξανδρο (1918) και με μετάλλιο από τον Δήμαρχο του Πειραιά Τάκη Παναγιωτόπουλο. Ο Πορφύρας ανήκει στους συμβολιστές ποιητές και δέχτηκε επιδράσεις από τους ευρωπαίους συμβολιστές και από την ποίηση του Διονυσίου Σολωμού και του Κωστή Παλαμά. Ποιήματα του μελοποιήθηκαν από Έλληνες συνθέτες και μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες.
Απόσμασμα από το έργο του:
Τρελλὸ παιδὶ ξεκίνησα δεμένο μὲ τὰ μάγια
τοῦ ὀνείρου μου, κι ἐγνώρισα τὶς χῶρες τοῦ γιαλοῦ,
εἶδα τὶς χῶρες π᾿ ἄστραφταν σὲ κάμπους καὶ σὲ πλάγια,
μὰ ἡ χώρα μου, ὅλο πήγαινα- κι ἤτανε πάντ᾿ ἀλλοῦ.
Εἶδα, Λάμπρος Πορφύρας
Κάποια χαρακτηριστικά του έργου του: Ο Πορφύρας ήταν άνθρωπος μελαγχολικός και έζησε μοναχική ζωή μακριά από τους κοινωνικούς κύκλους. Στους στίχους του τραγούδησε τον έρωτα, τη θάλασσα και την ελληνική φύση, τα ταπεινά πράγματα και τα θλιμμένα ειδύλλια. Ακολούθησε μεν το συμβολισμό, διαμόρφωσε όμως ένα ιδιαίτερο προσωπικό ύφος. Η γλώσσα του είναι απλή και η διάρθρωση των στίχων του δε, διακρίνεται από πρωτοτυπία. Όμως την ποίησή του τη χαρακτηρίζει η γλυκύτητα της έκφρασης, η μουσικότητα του τόνου και η αρμονία. Στα ποιήματά του οι λέξεις δεν βιάζονται για ν’ ανταποκριθούν στο μέτρο και στην ομοιοκαταληξία. Δεν κόβονται με σκοπό να προκύψει, όπως σε προηγούμενους ποιητές, ισοσυλλαβία στους στίχους. Αυτό είναι ένα σημάδι γλωσσικής επάρκειας εξαιρετικής σημασίας, καθόσον δεν αφορά μόνο τη γλώσσα, αλλά βαθύτερα και ευρύτερα τη σκέψη και την αίσθηση της πραγματικότητας.