Γιώργος Σεφέρης
Ο Γιώργος Σεφέρης, του οποίου το πραγματικό όνομα ήταν Γιώργος Σεφεριάδης, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές και εκ των δύο μοναδικών βραβευμένων με το Νόμπελ Λογοτεχνίας Ελλήνων, μαζί με τον Οδυσσέα Ελύτη και τριών μαζί με τον Χριστόφορο Πισσαρίδη (Νόμπελ Οικονομικών), από την Κύπρο. Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1900, γιος του δικηγόρου και διδάκτορα της Νομικής Σχολής του Παρισιού Στέλιου Σεφεριάδη και της Δέσπως το γένος Γιωργάκη Τενεκίδη. Είχε δύο μικρότερα αδέρφια.
Το 1914 με την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου τελείωσε το Γυμνάσιο, για να φύγει μετά στο Παρίσι και να σπουδάσει Νομικά. Στο Παρίσι συνεργάστηκε με το φοιτητικό περιοδικό Βωμός (με το ψευδώνυμο Γιώργος Σκαλιώτης), έδωσε μια διάλεξη για τον Jan Moreas στο Σύλλογο Ελλήνων Σπουδαστών και άρχισε να γράφει ποιήματα στα γαλλικά και τα ελληνικά. Εκεί βρίσκεται, όταν γίνεται η Μικρασιατική Καταστροφή, τραγικό γεγονός που σημαδεύει την ψυχή του και επανέρχεται συχνά στην ποίηση του. Από το 1926 υπηρέτησε στο διπλωματικό σώμα σε διάφορες θέσεις και πόλεις, καθώς και ως πρεσβευτής στο Λονδίνο από το 1957 έως το 1962. Το 1960 ανακηρύχτηκε επίτιμος διδάκτωρ των γραμμάτων από το πανεπιστήμιο του Cambridge, το 1961 τιμήθηκε με το βραβείο Foyle και το 1963 με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας. Ένα χρόνο αργότερα αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ των Πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης και Οξφόρδης και ταξίδεψε στην Ισπανία. Η κηδεία του , στις 20-9-1971, πήρε το χαρακτήρα παλλαϊκής αντιδικτατορικής εκδήλωσης.
Κάποια χαρακτηριστικά της ποίησής του:
Μένει νὰ ξαναβροῦμε τὴ ζωή μας, τώρα ποὺ δὲν ἔχουμε πιὰ τίποτα.
Φαντάζομαι, ἐκεῖνος ποὺ θὰ ξαναβρεῖ τὴ ζωή, ἔξω ἀπὸ τόσα χαρτιά,
τόσα συναισθήματα, τόσες διαμάχες καὶ τόσες πολλὲς διδασκαλίες
θὰ εἶναι κάποιος σὰν ἐμᾶς, μόνο λιγάκι πιὸ σκληρὸς στὴ μνήμη...
Γιῶργος Σεφέρης. Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ «Τετράδιο γυμνασμάτων»
Ο Γιώργος Σεφέρης, του οποίου το πραγματικό όνομα ήταν Γιώργος Σεφεριάδης, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές και εκ των δύο μοναδικών βραβευμένων με το Νόμπελ Λογοτεχνίας Ελλήνων, μαζί με τον Οδυσσέα Ελύτη και τριών μαζί με τον Χριστόφορο Πισσαρίδη (Νόμπελ Οικονομικών), από την Κύπρο. Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1900, γιος του δικηγόρου και διδάκτορα της Νομικής Σχολής του Παρισιού Στέλιου Σεφεριάδη και της Δέσπως το γένος Γιωργάκη Τενεκίδη. Είχε δύο μικρότερα αδέρφια.
Το 1914 με την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου τελείωσε το Γυμνάσιο, για να φύγει μετά στο Παρίσι και να σπουδάσει Νομικά. Στο Παρίσι συνεργάστηκε με το φοιτητικό περιοδικό Βωμός (με το ψευδώνυμο Γιώργος Σκαλιώτης), έδωσε μια διάλεξη για τον Jan Moreas στο Σύλλογο Ελλήνων Σπουδαστών και άρχισε να γράφει ποιήματα στα γαλλικά και τα ελληνικά. Εκεί βρίσκεται, όταν γίνεται η Μικρασιατική Καταστροφή, τραγικό γεγονός που σημαδεύει την ψυχή του και επανέρχεται συχνά στην ποίηση του. Από το 1926 υπηρέτησε στο διπλωματικό σώμα σε διάφορες θέσεις και πόλεις, καθώς και ως πρεσβευτής στο Λονδίνο από το 1957 έως το 1962. Το 1960 ανακηρύχτηκε επίτιμος διδάκτωρ των γραμμάτων από το πανεπιστήμιο του Cambridge, το 1961 τιμήθηκε με το βραβείο Foyle και το 1963 με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας. Ένα χρόνο αργότερα αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ των Πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης και Οξφόρδης και ταξίδεψε στην Ισπανία. Η κηδεία του , στις 20-9-1971, πήρε το χαρακτήρα παλλαϊκής αντιδικτατορικής εκδήλωσης.
Κάποια χαρακτηριστικά της ποίησής του:
- Μια πρώτη και γενική αίσθηση που έχει ο αναγνώστης της ποίησης του Σεφέρη είναι η απαισιοδοξία, ένα κλίμα μελαγχολίας, η γεύση της φθοράς και της στάχτης.
- Οι ειρωνικοί και σατιρικοί τόνοι είναι συχνοί στην ποίηση του Σεφέρη, αρκετά συγκαλυμμένοι στην εκδομένη από τον ίδιο ποίηση του.
- Αντλεί από ένα κοινόχρηστο υλικό, για να έχει μια κοινή γλώσσα επικοινωνίας με τον αναγνώστη. Εντονότερη είναι η παρουσία της ομηρικής και γενικότερα της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας.
- Πολλές λέξεις και έννοιες που λειτουργούν ως σύμβολα επανέρχονται διαρκώς στην ποίηση του Σεφέρη. Για παράδειγμα οι Πέτρες οι οποίες συμβολίζουν το βάρος της μνήμης, της ιστορίας, της παράδοσης και η θάλασσα που είναι ο χώρος της μνήμης και της νοσταλγίας.
Μένει νὰ ξαναβροῦμε τὴ ζωή μας, τώρα ποὺ δὲν ἔχουμε πιὰ τίποτα.
Φαντάζομαι, ἐκεῖνος ποὺ θὰ ξαναβρεῖ τὴ ζωή, ἔξω ἀπὸ τόσα χαρτιά,
τόσα συναισθήματα, τόσες διαμάχες καὶ τόσες πολλὲς διδασκαλίες
θὰ εἶναι κάποιος σὰν ἐμᾶς, μόνο λιγάκι πιὸ σκληρὸς στὴ μνήμη...
Γιῶργος Σεφέρης. Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ «Τετράδιο γυμνασμάτων»